
Ο Kevin Judd, διάσημος οινοποιός της φίρμας κρασιών Greywacke, διαθέτει αυτό που εμείς οι Έλληνες ονομάζουμε "το άγγιγμα του βασιλιά Μίδα". Ότι αγγίζουν τα χέρια του μεταμορφώνεται σε "χρυσάφι"... Είτε πρόκειται για το φωτογραφικό του φακό, αποθανατίζοντας με μαγικό τρόπο το φυσικό κάλλος των αμπελώνων της Νέας Ζηλανδίας, είτε μιλώντας για τα σταφύλια της περιοχής του Marlborough, δημιουργώντας άλλη μια μορφή τέχνης μέσα από τα κρασιά του.
Δεν γνωρίζουμε αν έχοντας αίσθηση αυτού του σπάνιου χαρίσματος αποφάσισε να εγκαταλείψει μετά από 25 χρόνια, εν έτη 2009, τη φίρμα Cloudy Bay, η παράλληλη πορεία των οποίων αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τη βιομηχανία οίνου της Νέας Ζηλανδίας. Η επιλογή όμως μιας solo καριέρας από το σημείο μηδέν, μέσα στη δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, χρειάζεται γερά κότσια, πιθανότατα μια γενναία δόση τρέλας, αλλά και μεγάλη πίστη στον εαυτό σου. Έτσι χωρίς οινοποιείο, χωρίς ιδιόκτητους αμπελώνες και χωρίς έναν οικονομικό κολοσσό να τον στηρίζει από πίσω, ξεκίνησε το προσωπικό του όνειρο βασιζόμενος μόνο σε κερδισμένους φίλους, στο όνομα που έχτισε στην αγορά όλα αυτά τα χρόνια και φυσικά στην αφοσίωση και συντροφιά του αγαπημένου του σκύλου Dixie.
Από τα πολλά και σπουδαία που κάνει ο Kevin Judd στο χώρο που του έχουν παραχωρήσει οι φίλοι του James Healy και Ivan Sutherland στο οινοποιείο Dog Point, το Greywacke Wild Sauvignon είναι ξεκάθαρα ένα κρασί που προχωράει τη Νέα Ζηλανδία σε οινικό επίπεδο ένα βήμα παραπέρα. Αποτελεί μια νέα προσέγγιση που κλείνει τα στόματα σε όσους κριτικάρουν αρνητικά την ομοιομορφία του Νεοζηλανδέζικου Sauvignon. Για το Wild ο Kevin Judd επιλέγει τη χρήση αυτόχθονων ζυμών για τη ζύμωση που λαμβάνει χώρα σε παλαιά Γαλλικά δρύινα βαρέλια. Το κρασί παραμένει εκεί για έξι περίπου μήνες με περιοδική ανάδευση στις οινολάσπες και αφού ένα ποσοστό των βαρελιών κάνει μηλογαλακτική, μεταφέρεται σε ανοξείδωτες δεξαμενές όπου παραμένει πάνω στις οινολάσπες για άλλους 5 μήνες πριν εμφιαλωθεί. Πως μεταφράζεται αυτή η Βουργουνδέζικη προσέγγιση οινοποίησης στο ποτήρι; Το Wild Sauvignon εξακολουθεί να παραμένει τόσο διασκεδαστικό όσο τα υπόλοιπα Sauvignon Blanc της Νέας Ζηλανδίας. Ωστόσο διαθέτει πολυπλοκότητα, πλούτο και πάχος που συνήθως απουσιάζουν από τη μονοδιάστατη σε κάποιες περιπτώσεις επίθεση τροπικών φρούτων και έντονη φυτικότητα που αρκετά επιδεικνύουν. Λευκόσαρκα ροδάκινα, και ροζ γκρέιπφρουτ, συνδυάζονται αρμονικά με αρώματα καρύδας, καραμελωμένης κρεμ μπρουλέ και στο φόντο γρασίδι και νύξεις ορυκτότητας. Στο στόμα η παρουσία βαρελιού είναι για σεμινάριο, προσδίδοντας στο κρασί πολυπλοκότητα και βάθος, χωρίς να σκεπάζει το φρούτο, ενώ η οξύτητα βρίσκεται σε ιδανική ισορροπία με τη κρεμώδη-μαλακή υφή του κρασιού. (93/100) Το Wild Sauvignon μπορεί να παλαιώσει εξαιρετικά στη φιάλη, όπως μας έπεισε και η πρόσφατη δοκιμή του από τη χρονιά του 2009. Είναι. μεγάλη τύχη για μια χώρα του Νέου Κόσμου να βγαίνει προς τα έξω με μια ποικιλία τόσο φιλική στο σύγχρονο καταναλωτή όσο το Sauvignon Blanc. Πόσο δε, όταν μάλιστα καταφέρνει να ανταγωνίζεται στα ίσα τα κρασιά του Λίγηρα που είναι και η πατρίδα της ποικιλίας. Ακόμα μεγαλύτερη τύχη όμως είναι να υπάρχουν παραγωγοί όπως ο Kevin Judd, που αποδεικνύουν ότι πέρα από φρούτο το Νεοζηλανδέζικο Sauvignon Blanc παίζει επίσης με όρους πολυπλοκότητας, βάθους, ορυκτότητας, φινέτσας και ποικιλίας διαφορετικών στυλ. Σε δεύτερη ανάγνωση τώρα που το καλοσκεφτόμαστε μάλλον δεν είναι μόνο θέμα τύχης τελικά... (2010 Greywacke Wild Sauvignon, 14% abv, προτεινόμενη λιανική τιμή: 24.50€, Εισαγωγέας Κ. & Ε. Μαλέρδος ΟΕ)